κόλλυβο

κόλλυβο
το (AM κόλλυβον)
στον πληθ. τα κόλλυβα
βρασμένο σιτάρι, ανάμικτο με ζάχαρη, σταφίδες, αλεύρι, ρόδι και άλλα αρτύματα, το οποίο, σύμφωνα με τη χριστιανική συνήθεια, φέρεται στην εκκλησία κατά την τέλεση μνημοσύνου
αρχ.
1. νόμισμα μικρής αξίας, κόλλυβος
2. στον πληθ. μικρές στρογγυλές πίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κόλλυβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κολλυβάδες — Κίνημα μοναχών που αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος κατά τον 18o και τον 19o αι., τα μέλη του οποίου, παραμένοντας πιστά στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, αντιδρούσαν στη συνήθεια να τελούνται μνημόσυνα και να προσφέρονται κόλλυβα την ημέρα της… …   Dictionary of Greek

  • κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”